πολιορκούμαι

πολιορκούμαι
πολιορκούμαι, πολιορκήθηκα, πολιορκημένος βλ. πίν. 74
——————
Σημειώσεις:
πολιορκούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολιορκοῦμαι — πολιορκέω besiege pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκπολιορκώ — ( έω) (AM ἐκπολιορκῶ) 1. εξαναγκάζω πόλη ή περιοχή να παραδοθεί μετά από πολιορκία αρχ. 1. αναγκάζω με τα επιχειρήματά μου αντίπαλο να υποκύψει 2. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση σαν να πολιορκούμαι …   Dictionary of Greek

  • εφορμώ — (I) (ΑΜ ἐφορμῶ, άω) ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, επέρχομαι, επιπίπτω, χυμάω αρχ. 1. διεγείρω, παρορμώ, ξεσηκώνω κάποιον εναντίον κάποιου 2. (με απρμφ.) επιθυμώ 3. (χωρίς εχθρική σημασία) κινούμαι, ορμώ μπροστά, τινάζομαι 4. (παθ. και μέσ.)… …   Dictionary of Greek

  • κατακλείω — (AM κατακλείω, Α αττ. τ. κατακλήω και κατακληΐω) 1. κλείνω εντελώς και ασφαλώς, κλείνω ολωσδιόλου («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», Ηρόδ.) 2. περιορίζω κάποιον κάπου, αποκλείω κάποιον εξ ολοκλήρου, κάνω πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας...… …   Dictionary of Greek

  • οχυρώνω — (ΑΜ ὀχυρῶ, όω) [οχυρός] 1. εξασφαλίζω την αμυντική ικανότητα ενός τόπου ή μιας στρατιωτικής θέσης με τεχνικά μέσα, τήν καθιστώ δυσπρόσβλητη από τον εχθρό («τὴν πόλιν ὀχυροῡν», Πολ.) 2. (μέσ. και παθ.) οχυρώνομαι εξασφαλίζομαι από επίθεση,… …   Dictionary of Greek

  • περικυκλώνω — περικυκλῶ, όω, ΝΜΑ περιορίζω, κλείνω κάτι από όλες τις πλευρές, περιβάλλω κυκλικώς νεοελλ. στρ. δημιουργώ κλοιό, κλείνω σε κλοιό πολιορκώ μσν. περιβάλλω, περικλείνω κάτι για να το προστατεύσω αρχ. 1. περιέρχομαι 2. μέσ. περικυκλοῡμαι όομαι… …   Dictionary of Greek

  • πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση …   Dictionary of Greek

  • πυργηρώ — έω, ΜΑ [πυργήρης] περιφράσσω έναν τόπο με πύργους αρχ. (κυρίως το μέσ.) πυργηροῡμαι, έομαι α) κλείνομαι μέσα σε έναν χώρο σαν σε πύργο β) συνεκδ. πολιορκούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”